προσκαθεζόμενοι

προσκαθεζόμενοι
προσκαθέζομαι
sit down before
pres part mid masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προσκαθέζομαι — ΜΑ [καθέζομαι] 1. κάθομαι μπροστά από κάποιον άλλο 2. κάθομαι στα πόδια δασκάλου αρχ. 1. σταματώ μπροστά σε μια πόλη, πολιορκώ (α. «προσκαθεζόμενοι δὲ τὴν πόλιν προεῑπον», Θουκ. β. «τῇ πόλει προσκαθεζόμενοι», Πολ.) 2. παρακολουθώ επιμελώς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”